υπεξουσιότητα

υπεξουσιότητα
[-ης (-ητος)] η подвластность, подчинённость; подопечность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπεξουσιότητα" в других словарях:

  • υπεξουσιότητα — η / ὑπεξουσιότης, ητος, ΝΜ [ὑπεξούσιος] το να είναι κανείς υπεξούσιος …   Dictionary of Greek

  • υπεξουσιότητα — η το να είναι κανείς υπεξούσιος, υποταγή, εξάρτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»